Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
Ἠπειρωτικός
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπερόπευμα
ἠπεροπεύς
ἠπεροπεύω
ἠπεροπηΐς
ἤπησις
ἠπητήριον
ἠπητής
ἤπητρον
ἠπιαίνω
ἠπιαλέω
ἠπιάλης
ἠπίαλος
ἠπιαλώδης
ἠπιοδίνητος
View word page
ἠπεροπηΐς
cheating
ShortDef
cheating
Debugging
Headword:
ἠπεροπηΐς
Headword (normalized):
ἠπεροπηΐς
Headword (normalized/stripped):
ηπεροπηις
IDX:
40170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40171
Key:
Data
{'content': 'cheating'}