Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἤπειρος
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
Ἠπειρωτικός
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπερόπευμα
ἠπεροπεύς
ἠπεροπεύω
ἠπεροπηΐς
ἤπησις
ἠπητήριον
ἠπητής
ἤπητρον
ἠπιαίνω
ἠπιαλέω
ἠπιάλης
ἠπίαλος
ἠπιαλώδης
View word page
ἠπεροπεύω
to cheat, cajole, deceive, cozen
ShortDef
to cheat, cajole, deceive, cozen
Debugging
Headword:
ἠπεροπεύω
Headword (normalized):
ἠπεροπεύω
Headword (normalized/stripped):
ηπεροπευω
IDX:
40169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40170
Key:
Data
{'content': 'to cheat, cajole, deceive, cozen'}