Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἤπειρόνδε
Ἤπειρος
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
Ἠπειρωτικός
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπερόπευμα
ἠπεροπεύς
ἠπεροπεύω
ἠπεροπηΐς
ἤπησις
ἠπητήριον
ἠπητής
ἤπητρον
ἠπιαίνω
ἠπιαλέω
ἠπιάλης
ἠπίαλος
View word page
ἠπεροπεύς
a cheat, deceiver, cozener

ShortDef

a cheat, deceiver, cozener

Debugging

Headword:
ἠπεροπεύς
Headword (normalized):
ἠπεροπεύς
Headword (normalized/stripped):
ηπεροπευς
IDX:
40168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40169
Key:

Data

{'content': 'a cheat, deceiver, cozener'}