Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠπειρόθεν
ἤπειρόνδε
Ἤπειρος
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
Ἠπειρωτικός
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπερόπευμα
ἠπεροπεύς
ἠπεροπεύω
ἠπεροπηΐς
ἤπησις
ἠπητήριον
ἠπητής
ἤπητρον
ἠπιαίνω
ἠπιαλέω
ἠπιάλης
View word page
ἠπερόπευμα
cozener

ShortDef

cozener

Debugging

Headword:
ἠπερόπευμα
Headword (normalized):
ἠπερόπευμα
Headword (normalized/stripped):
ηπεροπευμα
IDX:
40167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40168
Key:

Data

{'content': 'cozener'}