Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠπειγμένως
ἠπειρογενής
ἠπειρόθεν
ἤπειρόνδε
Ἤπειρος
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
Ἠπειρωτικός
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπερόπευμα
ἠπεροπεύς
ἠπεροπεύω
ἠπεροπηΐς
ἤπησις
ἠπητήριον
ἠπητής
ἤπητρον
ἠπιαίνω
View word page
ᾗπερ
in the same way as
ShortDef
in the same way as
Debugging
Headword:
ᾗπερ
Headword (normalized):
ᾗπερ
Headword (normalized/stripped):
ηπερ
IDX:
40165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40166
Key:
Data
{'content': 'in the same way as'}