Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠπεδανός
ἠπειγμένως
ἠπειρογενής
ἠπειρόθεν
ἤπειρόνδε
Ἤπειρος
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
Ἠπειρωτικός
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπερόπευμα
ἠπεροπεύς
ἠπεροπεύω
ἠπεροπηΐς
ἤπησις
ἠπητήριον
ἠπητής
ἤπητρον
View word page
Ἠπειρωτικός
of Epiros

ShortDef

continental
of Epiros

Debugging

Headword:
Ἠπειρωτικός
Headword (normalized):
ἠπειρωτικός
Headword (normalized/stripped):
ηπειρωτικος
IDX:
40164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40165
Key:

Data

{'content': 'of Epiros'}