Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡπατοφαγέομαι
ἠπεδανός
ἠπειγμένως
ἠπειρογενής
ἠπειρόθεν
ἤπειρόνδε
Ἤπειρος
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
Ἠπειρωτικός
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπερόπευμα
ἠπεροπεύς
ἠπεροπεύω
ἠπεροπηΐς
ἤπησις
ἠπητήριον
ἠπητής
View word page
ἠπειρωτικός
continental

ShortDef

continental
of Epiros

Debugging

Headword:
ἠπειρωτικός
Headword (normalized):
ἠπειρωτικός
Headword (normalized/stripped):
ηπειρωτικος
IDX:
40163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40164
Key:

Data

{'content': 'continental'}