Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡπατόσκοπος
ἡπατουργός
ἡπατοφαγέομαι
ἠπεδανός
ἠπειγμένως
ἠπειρογενής
ἠπειρόθεν
ἤπειρόνδε
Ἤπειρος
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
Ἠπειρωτικός
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπερόπευμα
ἠπεροπεύς
ἠπεροπεύω
ἠπεροπηΐς
ἤπησις
View word page
ἠπειρόω
to make into mainland

ShortDef

to make into mainland

Debugging

Headword:
ἠπειρόω
Headword (normalized):
ἠπειρόω
Headword (normalized/stripped):
ηπειροω
IDX:
40161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40162
Key:

Data

{'content': 'to make into mainland'}