Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡπατῖτις
ἡπατοειδής
ἡπατοσκοπέω
ἡπατοσκοπία
ἡπατοσκοπικός
ἡπατόσκοπος
ἡπατουργός
ἡπατοφαγέομαι
ἠπεδανός
ἠπειγμένως
ἠπειρογενής
ἠπειρόθεν
ἤπειρόνδε
Ἤπειρος
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
Ἠπειρωτικός
ᾗπερ
ἤπερ
View word page
ἠπειρογενής
born
ShortDef
born
Debugging
Headword:
ἠπειρογενής
Headword (normalized):
ἠπειρογενής
Headword (normalized/stripped):
ηπειρογενης
IDX:
40156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40157
Key:
Data
{'content': 'born'}