Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡπατικός
ἡπατῖτις
ἡπατοειδής
ἡπατοσκοπέω
ἡπατοσκοπία
ἡπατοσκοπικός
ἡπατόσκοπος
ἡπατουργός
ἡπατοφαγέομαι
ἠπεδανός
ἠπειγμένως
ἠπειρογενής
ἠπειρόθεν
ἤπειρόνδε
Ἤπειρος
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
Ἠπειρωτικός
ᾗπερ
View word page
ἠπειγμένως
hurriedly
ShortDef
hurriedly
Debugging
Headword:
ἠπειγμένως
Headword (normalized):
ἠπειγμένως
Headword (normalized/stripped):
ηπειγμενως
IDX:
40155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40156
Key:
Data
{'content': 'hurriedly'}