Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἧπαρ
ἡπατίζω
ἡπατικός
ἡπατῖτις
ἡπατοειδής
ἡπατοσκοπέω
ἡπατοσκοπία
ἡπατοσκοπικός
ἡπατόσκοπος
ἡπατουργός
ἡπατοφαγέομαι
ἠπεδανός
ἠπειγμένως
ἠπειρογενής
ἠπειρόθεν
ἤπειρόνδε
Ἤπειρος
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
View word page
ἡπατοφαγέομαι
to have one's liver eaten

ShortDef

to have one's liver eaten

Debugging

Headword:
ἡπατοφαγέομαι
Headword (normalized):
ἡπατοφαγέομαι
Headword (normalized/stripped):
ηπατοφαγεομαι
IDX:
40153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40154
Key:

Data

{'content': "to have one's liver eaten"}