Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἦνοψ
ἤνυστρον
ἡνωμένως
ἠξις
ἠοῖος
ἠόνιος
ᾐόνιος
ἠπανάω
ἠπανία
ἠπάομαι
ἧπαρ
ἡπατίζω
ἡπατικός
ἡπατῖτις
ἡπατοειδής
ἡπατοσκοπέω
ἡπατοσκοπία
ἡπατοσκοπικός
ἡπατόσκοπος
ἡπατουργός
ἡπατοφαγέομαι
View word page
ἧπαρ
the liver

ShortDef

the liver

Debugging

Headword:
ἧπαρ
Headword (normalized):
ἧπαρ
Headword (normalized/stripped):
ηπαρ
IDX:
40143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40144
Key:

Data

{'content': 'the liver'}