Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἦνοψ
ἦνοψ
ἤνυστρον
ἡνωμένως
ἠξις
ἠοῖος
ἠόνιος
ᾐόνιος
ἠπανάω
ἠπανία
ἠπάομαι
ἧπαρ
ἡπατίζω
ἡπατικός
ἡπατῖτις
ἡπατοειδής
ἡπατοσκοπέω
ἡπατοσκοπία
ἡπατοσκοπικός
ἡπατόσκοπος
ἡπατουργός
View word page
ἠπάομαι
to mend, repair

ShortDef

to mend, repair

Debugging

Headword:
ἠπάομαι
Headword (normalized):
ἠπάομαι
Headword (normalized/stripped):
ηπαομαι
IDX:
40142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40143
Key:

Data

{'content': 'to mend, repair'}