Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡνίοχος
ἦνις
ἤνις
ἡνίσκος
Ἠνοπίδης
ἠνορέα
ἠνορέη
Ἦνοψ
ἦνοψ
ἤνυστρον
ἡνωμένως
ἠξις
ἠοῖος
ἠόνιος
ᾐόνιος
ἠπανάω
ἠπανία
ἠπάομαι
ἧπαρ
ἡπατίζω
ἡπατικός
View word page
ἡνωμένως
in one word
ShortDef
in one word
Debugging
Headword:
ἡνωμένως
Headword (normalized):
ἡνωμένως
Headword (normalized/stripped):
ηνωμενως
IDX:
40135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40136
Key:
Data
{'content': 'in one word'}