Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἠνιόχη
ἡνιόχησις
ἡνιοχικός
Ἡνίοχος
ἡνίοχος
ἦνις
ἤνις
ἡνίσκος
Ἠνοπίδης
ἠνορέα
ἠνορέη
Ἦνοψ
ἦνοψ
ἤνυστρον
ἡνωμένως
ἠξις
ἠοῖος
ἠόνιος
ᾐόνιος
ἠπανάω
ἠπανία
View word page
ἠνορέη
manhood, prowess

ShortDef

manhood, prowess

Debugging

Headword:
ἠνορέη
Headword (normalized):
ἠνορέη
Headword (normalized/stripped):
ηνορεη
IDX:
40131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40132
Key:

Data

{'content': 'manhood, prowess'}