Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
Ἠνιόχη
ἡνιόχησις
ἡνιοχικός
Ἡνίοχος
ἡνίοχος
ἦνις
ἤνις
ἡνίσκος
Ἠνοπίδης
ἠνορέα
ἠνορέη
Ἦνοψ
ἦνοψ
ἤνυστρον
ἡνωμένως
ἠξις
ἠοῖος
ἠόνιος
ᾐόνιος
View word page
Ἠνοπίδης
son of Enops
ShortDef
son of Enops
Debugging
Headword:
Ἠνοπίδης
Headword (normalized):
ἠνοπίδης
Headword (normalized/stripped):
ηνοπιδης
IDX:
40129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40130
Key:
Data
{'content': 'son of Enops'}