Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡνιοχαράτης
ἡνιοχεία
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
Ἠνιόχη
ἡνιόχησις
ἡνιοχικός
Ἡνίοχος
ἡνίοχος
ἦνις
ἤνις
ἡνίσκος
Ἠνοπίδης
ἠνορέα
ἠνορέη
Ἦνοψ
ἦνοψ
ἤνυστρον
ἡνωμένως
ἠξις
View word page
ἦνις
a year old, yearling

ShortDef

a year old, yearling

Debugging

Headword:
ἦνις
Headword (normalized):
ἦνις
Headword (normalized/stripped):
ηνις
IDX:
40126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40127
Key:

Data

{'content': 'a year old, yearling'}