Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡνιοποιεῖον
ἡνιορράφος
ἡνιοστροφέω
ἡνιοστρόφος
ἡνιοχαράτης
ἡνιοχεία
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
Ἠνιόχη
ἡνιόχησις
ἡνιοχικός
Ἡνίοχος
ἡνίοχος
ἦνις
ἤνις
ἡνίσκος
Ἠνοπίδης
ἠνορέα
ἠνορέη
Ἦνοψ
View word page
ἡνιόχησις
chariot driving; conduct

ShortDef

chariot driving; conduct

Debugging

Headword:
ἡνιόχησις
Headword (normalized):
ἡνιόχησις
Headword (normalized/stripped):
ηνιοχησις
IDX:
40122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40123
Key:

Data

{'content': 'chariot driving; conduct'}