Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡνίκα
Ἠνιοπεύς
ἡνιοποιεῖον
ἡνιορράφος
ἡνιοστροφέω
ἡνιοστρόφος
ἡνιοχαράτης
ἡνιοχεία
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
Ἠνιόχη
ἡνιόχησις
ἡνιοχικός
Ἡνίοχος
ἡνίοχος
ἦνις
ἤνις
ἡνίσκος
Ἠνοπίδης
ἠνορέα
View word page
ἡνιοχέω
to hold the reins

ShortDef

to hold the reins

Debugging

Headword:
ἡνιοχέω
Headword (normalized):
ἡνιοχέω
Headword (normalized/stripped):
ηνιοχεω
IDX:
40120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40121
Key:

Data

{'content': 'to hold the reins'}