Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ᾐνιγμένως
ἡνίκα
Ἠνιοπεύς
ἡνιοποιεῖον
ἡνιορράφος
ἡνιοστροφέω
ἡνιοστρόφος
ἡνιοχαράτης
ἡνιοχεία
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
Ἠνιόχη
ἡνιόχησις
ἡνιοχικός
Ἡνίοχος
ἡνίοχος
ἦνις
ἤνις
ἡνίσκος
Ἠνοπίδης
View word page
ἡνιοχεύω
to act as charioteer

ShortDef

to act as charioteer

Debugging

Headword:
ἡνιοχεύω
Headword (normalized):
ἡνιοχεύω
Headword (normalized/stripped):
ηνιοχευω
IDX:
40119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40120
Key:

Data

{'content': 'to act as charioteer'}