Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠνεμόεις
ἠνεμόφοιτος
ἡνία
ἡνία2
ᾐνιγμένως
ἡνίκα
Ἠνιοπεύς
ἡνιοποιεῖον
ἡνιορράφος
ἡνιοστροφέω
ἡνιοστρόφος
ἡνιοχαράτης
ἡνιοχεία
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
Ἠνιόχη
ἡνιόχησις
ἡνιοχικός
Ἡνίοχος
ἡνίοχος
View word page
ἡνιοστρόφος
one who guides by reins, a charioteer
ShortDef
one who guides by reins, a charioteer
Debugging
Headword:
ἡνιοστρόφος
Headword (normalized):
ἡνιοστρόφος
Headword (normalized/stripped):
ηνιοστροφος
IDX:
40115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40116
Key:
Data
{'content': 'one who guides by reins, a charioteer'}