Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠναγκασμένως
ἠναντιωμένως
ἠνεκής
ἠνεμόεις
ἠνεμόφοιτος
ἡνία
ἡνία2
ᾐνιγμένως
ἡνίκα
Ἠνιοπεύς
ἡνιοποιεῖον
ἡνιορράφος
ἡνιοστροφέω
ἡνιοστρόφος
ἡνιοχαράτης
ἡνιοχεία
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
Ἠνιόχη
ἡνιόχησις
View word page
ἡνιοποιεῖον
a saddler's shop

ShortDef

a saddler's shop

Debugging

Headword:
ἡνιοποιεῖον
Headword (normalized):
ἡνιοποιεῖον
Headword (normalized/stripped):
ηνιοποιειον
IDX:
40112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40113
Key:

Data

{'content': "a saddler's shop"}