Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠμφισβητημένως
ἥμων
ἤν
ἠναγκασμένως
ἠναντιωμένως
ἠνεκής
ἠνεμόεις
ἠνεμόφοιτος
ἡνία
ἡνία2
ᾐνιγμένως
ἡνίκα
Ἠνιοπεύς
ἡνιοποιεῖον
ἡνιορράφος
ἡνιοστροφέω
ἡνιοστρόφος
ἡνιοχαράτης
ἡνιοχεία
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύω
View word page
ᾐνιγμένως
as in a riddle, obscurely
ShortDef
as in a riddle, obscurely
Debugging
Headword:
ᾐνιγμένως
Headword (normalized):
ᾐνιγμένως
Headword (normalized/stripped):
ηνιγμενως
IDX:
40109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40110
Key:
Data
{'content': 'as in a riddle, obscurely'}