Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἦμος
ἡμοσύνη
ἠμυόεις
ἠμύω
ἠμφισβητημένως
ἥμων
ἤν
ἠναγκασμένως
ἠναντιωμένως
ἠνεκής
ἠνεμόεις
ἠνεμόφοιτος
ἡνία
ἡνία2
ᾐνιγμένως
ἡνίκα
Ἠνιοπεύς
ἡνιοποιεῖον
ἡνιορράφος
ἡνιοστροφέω
ἡνιοστρόφος
View word page
ἠνεμόεις
windy, airy

ShortDef

windy, airy

Debugging

Headword:
ἠνεμόεις
Headword (normalized):
ἠνεμόεις
Headword (normalized/stripped):
ηνεμοεις
IDX:
40105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40106
Key:

Data

{'content': 'windy, airy'}