Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίψυκτος
ἡμίψυχος
ἡμιωβελιαῖος
ἡμιωβέλιον
ἡμιωρία
ἡμιωριαῖος
ἦμος
ἡμοσύνη
ἠμυόεις
ἠμύω
ἠμφισβητημένως
ἥμων
ἤν
ἠναγκασμένως
ἠναντιωμένως
ἠνεκής
ἠνεμόεις
ἠνεμόφοιτος
ἡνία
ἡνία2
ᾐνιγμένως
View word page
ἠμφισβητημένως
in a questionable manner

ShortDef

in a questionable manner

Debugging

Headword:
ἠμφισβητημένως
Headword (normalized):
ἠμφισβητημένως
Headword (normalized/stripped):
ημφισβητημενως
IDX:
40099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40100
Key:

Data

{'content': 'in a questionable manner'}