Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγενησία
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννίζω
ἁγέομαι
ἀγέραστος
ἀγερμός
ἀγερσικύβηλις
ἄγερσις
ἀγέρτης
ἀγερωχία
ἀγέρωχος
Ἀγεσίλαος
Ἀγεσίλας
ἀγέστρατος
ἀγευστία
ἄγευστος
ἀγέχορος
View word page
ἀγερσικύβηλις
mendicant priest

ShortDef

mendicant priest

Debugging

Headword:
ἀγερσικύβηλις
Headword (normalized):
ἀγερσικύβηλις
Headword (normalized/stripped):
αγερσικυβηλις
IDX:
400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-401
Key:

Data

{'content': 'mendicant priest'}