Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμίχωστος
ἡμιψίλιον
ἡμίψυκτος
ἡμίψυχος
ἡμιωβελιαῖος
ἡμιωβέλιον
ἡμιωρία
ἡμιωριαῖος
ἦμος
ἡμοσύνη
ἠμυόεις
ἠμύω
ἠμφισβητημένως
ἥμων
ἤν
ἠναγκασμένως
ἠναντιωμένως
ἠνεκής
ἠνεμόεις
ἠνεμόφοιτος
ἡνία
View word page
ἠμυόεις
drooping
ShortDef
drooping
Debugging
Headword:
ἠμυόεις
Headword (normalized):
ἠμυόεις
Headword (normalized/stripped):
ημυοεις
IDX:
40097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40098
Key:
Data
{'content': 'drooping'}