Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιχρύσους
ἡμιχώνη
ἡμιχώριον
ἡμίχωστος
ἡμιψίλιον
ἡμίψυκτος
ἡμίψυχος
ἡμιωβελιαῖος
ἡμιωβέλιον
ἡμιωρία
ἡμιωριαῖος
ἦμος
ἡμοσύνη
ἠμυόεις
ἠμύω
ἠμφισβητημένως
ἥμων
ἤν
ἠναγκασμένως
ἠναντιωμένως
ἠνεκής
View word page
ἡμιωριαῖος
lasting half an hour

ShortDef

lasting half an hour

Debugging

Headword:
ἡμιωριαῖος
Headword (normalized):
ἡμιωριαῖος
Headword (normalized/stripped):
ημιωριαιος
IDX:
40094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40095
Key:

Data

{'content': 'lasting half an hour'}