Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιχόριον
ἡμίχρηστος
ἡμιχρύσους
ἡμιχώνη
ἡμιχώριον
ἡμίχωστος
ἡμιψίλιον
ἡμίψυκτος
ἡμίψυχος
ἡμιωβελιαῖος
ἡμιωβέλιον
ἡμιωρία
ἡμιωριαῖος
ἦμος
ἡμοσύνη
ἠμυόεις
ἠμύω
ἠμφισβητημένως
ἥμων
ἤν
ἠναγκασμένως
View word page
ἡμιωβέλιον
half-obol
ShortDef
half-obol
Debugging
Headword:
ἡμιωβέλιον
Headword (normalized):
ἡμιωβέλιον
Headword (normalized/stripped):
ημιωβελιον
IDX:
40092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40093
Key:
Data
{'content': 'half-obol'}