Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίχλωρος
ἡμιχοαῖος
ἡμιχοινίκιον
ἡμιχοίνικος
ἡμιχοῖνιξ
ἡμιχολώδης
ἡμίχοον
ἡμιχόριον
ἡμίχρηστος
ἡμιχρύσους
ἡμιχώνη
ἡμιχώριον
ἡμίχωστος
ἡμιψίλιον
ἡμίψυκτος
ἡμίψυχος
ἡμιωβελιαῖος
ἡμιωβέλιον
ἡμιωρία
ἡμιωριαῖος
ἦμος
View word page
ἡμιχώνη
half

ShortDef

half

Debugging

Headword:
ἡμιχώνη
Headword (normalized):
ἡμιχώνη
Headword (normalized/stripped):
ημιχωνη
IDX:
40085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40086
Key:

Data

{'content': 'half'}