Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμίφρακτος
ἡμιφυής
ἡμίφωνος
ἡμιφωσώνιον
ἡμίχα
ἡμίχιον
ἡμίχλωρος
ἡμιχοαῖος
ἡμιχοινίκιον
ἡμιχοίνικος
ἡμιχοῖνιξ
ἡμιχολώδης
ἡμίχοον
ἡμιχόριον
ἡμίχρηστος
ἡμιχρύσους
ἡμιχώνη
ἡμιχώριον
ἡμίχωστος
ἡμιψίλιον
ἡμίψυκτος
View word page
ἡμιχοῖνιξ
half

ShortDef

half

Debugging

Headword:
ἡμιχοῖνιξ
Headword (normalized):
ἡμιχοῖνιξ
Headword (normalized/stripped):
ημιχοινιξ
IDX:
40079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40080
Key:

Data

{'content': 'half'}