Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιφόρμιον
ἡμίφρακτος
ἡμιφυής
ἡμίφωνος
ἡμιφωσώνιον
ἡμίχα
ἡμίχιον
ἡμίχλωρος
ἡμιχοαῖος
ἡμιχοινίκιον
ἡμιχοίνικος
ἡμιχοῖνιξ
ἡμιχολώδης
ἡμίχοον
ἡμιχόριον
ἡμίχρηστος
ἡμιχρύσους
ἡμιχώνη
ἡμιχώριον
ἡμίχωστος
ἡμιψίλιον
View word page
ἡμιχοίνικος
holding a half
ShortDef
holding a half
Debugging
Headword:
ἡμιχοίνικος
Headword (normalized):
ἡμιχοίνικος
Headword (normalized/stripped):
ημιχοινικος
IDX:
40078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40079
Key:
Data
{'content': 'holding a half'}