Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιφόριον
ἡμιφόρμιον
ἡμίφρακτος
ἡμιφυής
ἡμίφωνος
ἡμιφωσώνιον
ἡμίχα
ἡμίχιον
ἡμίχλωρος
ἡμιχοαῖος
ἡμιχοινίκιον
ἡμιχοίνικος
ἡμιχοῖνιξ
ἡμιχολώδης
ἡμίχοον
ἡμιχόριον
ἡμίχρηστος
ἡμιχρύσους
ἡμιχώνη
ἡμιχώριον
ἡμίχωστος
View word page
ἡμιχοινίκιον
half

ShortDef

half

Debugging

Headword:
ἡμιχοινίκιον
Headword (normalized):
ἡμιχοινίκιον
Headword (normalized/stripped):
ημιχοινικιον
IDX:
40077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40078
Key:

Data

{'content': 'half'}