Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἥμιφι
ἡμίφλεκτος
ἡμιφόριον
ἡμιφόρμιον
ἡμίφρακτος
ἡμιφυής
ἡμίφωνος
ἡμιφωσώνιον
ἡμίχα
ἡμίχιον
ἡμίχλωρος
ἡμιχοαῖος
ἡμιχοινίκιον
ἡμιχοίνικος
ἡμιχοῖνιξ
ἡμιχολώδης
ἡμίχοον
ἡμιχόριον
ἡμίχρηστος
ἡμιχρύσους
ἡμιχώνη
View word page
ἡμίχλωρος
half-green
ShortDef
half-green
Debugging
Headword:
ἡμίχλωρος
Headword (normalized):
ἡμίχλωρος
Headword (normalized/stripped):
ημιχλωρος
IDX:
40075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40076
Key:
Data
{'content': 'half-green'}