Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιτύλιον
ἡμίϋπνος
ἡμιΰφαντος
ἡμιφαής
ἡμιφάλακρος
ἡμιφανής
ἡμιφάριον
ἡμίφατος
ἡμίφαυλος
ἡμίφαυστος
ἥμιφι
ἡμίφλεκτος
ἡμιφόριον
ἡμιφόρμιον
ἡμίφρακτος
ἡμιφυής
ἡμίφωνος
ἡμιφωσώνιον
ἡμίχα
ἡμίχιον
ἡμίχλωρος
View word page
ἥμιφι
half
ShortDef
half
Debugging
Headword:
ἥμιφι
Headword (normalized):
ἥμιφι
Headword (normalized/stripped):
ημιφι
IDX:
40065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40066
Key:
Data
{'content': 'half'}