Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιτάλαντον
ἡμιτάριχος
ἡμιτέλεια
ἡμιτέλεστος
ἡμιτελέω
ἡμιτελής
ἡμιτετράγωνος
ἡμιτέχνιον
ἡμιτομίας
ἡμίτομον
ἡμίτομος
ἡμιτονιαῖος
ἡμιτόνιον
ἡμιτρής
ἡμιτριβής
ἡμιτρίγωνος
ἡμιτριταῖος
ἡμίτριτον
ἡμίτριψις
ἡμιτύβιον
ἡμιτύλιον
View word page
ἡμίτομος
half cut through, cut in two
ShortDef
half cut through, cut in two
Debugging
Headword:
ἡμίτομος
Headword (normalized):
ἡμίτομος
Headword (normalized/stripped):
ημιτομος
IDX:
40045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40046
Key:
Data
{'content': 'half cut through, cut in two'}