Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμισύνθεσις
ἥμισυς
ἡμισύτριτον
ἡμισφαγής
ἡμισφαίριον
ἡμίσχετος
ἡμίσχοινον
ἡμιταινίδιον
ἡμιταλαντιαῖος
ἡμιτάλαντον
ἡμιτάριχος
ἡμιτέλεια
ἡμιτέλεστος
ἡμιτελέω
ἡμιτελής
ἡμιτετράγωνος
ἡμιτέχνιον
ἡμιτομίας
ἡμίτομον
ἡμίτομος
ἡμιτονιαῖος
View word page
ἡμιτάριχος
halfsalted
ShortDef
halfsalted
Debugging
Headword:
ἡμιτάριχος
Headword (normalized):
ἡμιτάριχος
Headword (normalized/stripped):
ημιταριχος
IDX:
40036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40037
Key:
Data
{'content': 'halfsalted'}