Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμισιάζω
ἡμίσικλον
ἡμίσκουτον
ἡμίσοφος
ἡμισπάθιον
ἡμίσπαστος
ἡμισπιθαμιαῖος
ἡμίσπονδος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστάδιον
ἡμιστάτηρον
ἡμιστίχιον
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρόγγυλος
ἡμισύδουλος
ἡμισύθλαστος
ἡμισύνθεσις
ἥμισυς
ἡμισύτριτον
ἡμισφαγής
ἡμισφαίριον
View word page
ἡμιστάτηρον
half

ShortDef

half

Debugging

Headword:
ἡμιστάτηρον
Headword (normalized):
ἡμιστάτηρον
Headword (normalized/stripped):
ημιστατηρον
IDX:
40020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40021
Key:

Data

{'content': 'half'}