Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμισελήνιον
ἡμισεύελπις
ἡμίσευμα
ἡμισεύω
ἡμισιάζω
ἡμίσικλον
ἡμίσκουτον
ἡμίσοφος
ἡμισπάθιον
ἡμίσπαστος
ἡμισπιθαμιαῖος
ἡμίσπονδος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστάδιον
ἡμιστάτηρον
ἡμιστίχιον
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρόγγυλος
ἡμισύδουλος
ἡμισύθλαστος
ἡμισύνθεσις
View word page
ἡμισπιθαμιαῖος
of half a span

ShortDef

of half a span

Debugging

Headword:
ἡμισπιθαμιαῖος
Headword (normalized):
ἡμισπιθαμιαῖος
Headword (normalized/stripped):
ημισπιθαμιαιος
IDX:
40016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40017
Key:

Data

{'content': 'of half a span'}