Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμισειάζω
ἡμισελήνιον
ἡμισεύελπις
ἡμίσευμα
ἡμισεύω
ἡμισιάζω
ἡμίσικλον
ἡμίσκουτον
ἡμίσοφος
ἡμισπάθιον
ἡμίσπαστος
ἡμισπιθαμιαῖος
ἡμίσπονδος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστάδιον
ἡμιστάτηρον
ἡμιστίχιον
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρόγγυλος
ἡμισύδουλος
ἡμισύθλαστος
View word page
ἡμίσπαστος
half-pulled down

ShortDef

half-pulled down

Debugging

Headword:
ἡμίσπαστος
Headword (normalized):
ἡμίσπαστος
Headword (normalized/stripped):
ημισπαστος
IDX:
40015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40016
Key:

Data

{'content': 'half-pulled down'}