Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμισαπής
ἡμίσεια
ἡμισειάζω
ἡμισελήνιον
ἡμισεύελπις
ἡμίσευμα
ἡμισεύω
ἡμισιάζω
ἡμίσικλον
ἡμίσκουτον
ἡμίσοφος
ἡμισπάθιον
ἡμίσπαστος
ἡμισπιθαμιαῖος
ἡμίσπονδος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστάδιον
ἡμιστάτηρον
ἡμιστίχιον
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρόγγυλος
View word page
ἡμίσοφος
half-wise
ShortDef
half-wise
Debugging
Headword:
ἡμίσοφος
Headword (normalized):
ἡμίσοφος
Headword (normalized/stripped):
ημισοφος
IDX:
40013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40014
Key:
Data
{'content': 'half-wise'}