Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμισάλευτος
ἡμισαπής
ἡμίσεια
ἡμισειάζω
ἡμισελήνιον
ἡμισεύελπις
ἡμίσευμα
ἡμισεύω
ἡμισιάζω
ἡμίσικλον
ἡμίσκουτον
ἡμίσοφος
ἡμισπάθιον
ἡμίσπαστος
ἡμισπιθαμιαῖος
ἡμίσπονδος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστάδιον
ἡμιστάτηρον
ἡμιστίχιον
ἡμιστρατιώτης
View word page
ἡμίσκουτον
half
ShortDef
half
Debugging
Headword:
ἡμίσκουτον
Headword (normalized):
ἡμίσκουτον
Headword (normalized/stripped):
ημισκουτον
IDX:
40012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40013
Key:
Data
{'content': 'half'}