Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμισάκις
ἡμισάλευτος
ἡμισαπής
ἡμίσεια
ἡμισειάζω
ἡμισελήνιον
ἡμισεύελπις
ἡμίσευμα
ἡμισεύω
ἡμισιάζω
ἡμίσικλον
ἡμίσκουτον
ἡμίσοφος
ἡμισπάθιον
ἡμίσπαστος
ἡμισπιθαμιαῖος
ἡμίσπονδος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστάδιον
ἡμιστάτηρον
ἡμιστίχιον
View word page
ἡμίσικλον
half

ShortDef

half

Debugging

Headword:
ἡμίσικλον
Headword (normalized):
ἡμίσικλον
Headword (normalized/stripped):
ημισικλον
IDX:
40011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40012
Key:

Data

{'content': 'half'}