Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμισάκιον
ἡμισάκις
ἡμισάλευτος
ἡμισαπής
ἡμίσεια
ἡμισειάζω
ἡμισελήνιον
ἡμισεύελπις
ἡμίσευμα
ἡμισεύω
ἡμισιάζω
ἡμίσικλον
ἡμίσκουτον
ἡμίσοφος
ἡμισπάθιον
ἡμίσπαστος
ἡμισπιθαμιαῖος
ἡμίσπονδος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστάδιον
ἡμιστάτηρον
View word page
ἡμισιάζω
halve

ShortDef

halve

Debugging

Headword:
ἡμισιάζω
Headword (normalized):
ἡμισιάζω
Headword (normalized/stripped):
ημισιαζω
IDX:
40010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40011
Key:

Data

{'content': 'halve'}