Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμίρρυπος
ἡμισάκιον
ἡμισάκις
ἡμισάλευτος
ἡμισαπής
ἡμίσεια
ἡμισειάζω
ἡμισελήνιον
ἡμισεύελπις
ἡμίσευμα
ἡμισεύω
ἡμισιάζω
ἡμίσικλον
ἡμίσκουτον
ἡμίσοφος
ἡμισπάθιον
ἡμίσπαστος
ἡμισπιθαμιαῖος
ἡμίσπονδος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστάδιον
View word page
ἡμισεύω
halve
ShortDef
halve
Debugging
Headword:
ἡμισεύω
Headword (normalized):
ἡμισεύω
Headword (normalized/stripped):
ημισευω
IDX:
40009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40010
Key:
Data
{'content': 'halve'}