Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιρρόπως
ἡμίρρυπος
ἡμισάκιον
ἡμισάκις
ἡμισάλευτος
ἡμισαπής
ἡμίσεια
ἡμισειάζω
ἡμισελήνιον
ἡμισεύελπις
ἡμίσευμα
ἡμισεύω
ἡμισιάζω
ἡμίσικλον
ἡμίσκουτον
ἡμίσοφος
ἡμισπάθιον
ἡμίσπαστος
ἡμισπιθαμιαῖος
ἡμίσπονδος
ἡμισταδιαῖος
View word page
ἡμίσευμα
a half
ShortDef
a half
Debugging
Headword:
ἡμίσευμα
Headword (normalized):
ἡμίσευμα
Headword (normalized/stripped):
ημισευμα
IDX:
40008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40009
Key:
Data
{'content': 'a half'}