Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιρραγής
ἡμιρρήνιον
ἡμιρρομβιαῖος
ἡμιρρόπως
ἡμίρρυπος
ἡμισάκιον
ἡμισάκις
ἡμισάλευτος
ἡμισαπής
ἡμίσεια
ἡμισειάζω
ἡμισελήνιον
ἡμισεύελπις
ἡμίσευμα
ἡμισεύω
ἡμισιάζω
ἡμίσικλον
ἡμίσκουτον
ἡμίσοφος
ἡμισπάθιον
ἡμίσπαστος
View word page
ἡμισειάζω
to halve

ShortDef

to halve

Debugging

Headword:
ἡμισειάζω
Headword (normalized):
ἡμισειάζω
Headword (normalized/stripped):
ημισειαζω
IDX:
40005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40006
Key:

Data

{'content': 'to halve'}