Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιρόδιον
ἡμιρραγής
ἡμιρρήνιον
ἡμιρρομβιαῖος
ἡμιρρόπως
ἡμίρρυπος
ἡμισάκιον
ἡμισάκις
ἡμισάλευτος
ἡμισαπής
ἡμίσεια
ἡμισειάζω
ἡμισελήνιον
ἡμισεύελπις
ἡμίσευμα
ἡμισεύω
ἡμισιάζω
ἡμίσικλον
ἡμίσκουτον
ἡμίσοφος
ἡμισπάθιον
View word page
ἡμίσεια
half (sc. μοῖρα)

ShortDef

half (sc. μοῖρα)

Debugging

Headword:
ἡμίσεια
Headword (normalized):
ἡμίσεια
Headword (normalized/stripped):
ημισεια
IDX:
40004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40005
Key:

Data

{'content': 'half (sc. μοῖρα)'}