Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡμιρενής
ἡμιρόδιον
ἡμιρραγής
ἡμιρρήνιον
ἡμιρρομβιαῖος
ἡμιρρόπως
ἡμίρρυπος
ἡμισάκιον
ἡμισάκις
ἡμισάλευτος
ἡμισαπής
ἡμίσεια
ἡμισειάζω
ἡμισελήνιον
ἡμισεύελπις
ἡμίσευμα
ἡμισεύω
ἡμισιάζω
ἡμίσικλον
ἡμίσκουτον
ἡμίσοφος
View word page
ἡμισαπής
half-putrid

ShortDef

half-putrid

Debugging

Headword:
ἡμισαπής
Headword (normalized):
ἡμισαπής
Headword (normalized/stripped):
ημισαπης
IDX:
40003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40004
Key:

Data

{'content': 'half-putrid'}