Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡμιπύρωτος
ἡμιρενής
ἡμιρόδιον
ἡμιρραγής
ἡμιρρήνιον
ἡμιρρομβιαῖος
ἡμιρρόπως
ἡμίρρυπος
ἡμισάκιον
ἡμισάκις
ἡμισάλευτος
ἡμισαπής
ἡμίσεια
ἡμισειάζω
ἡμισελήνιον
ἡμισεύελπις
ἡμίσευμα
ἡμισεύω
ἡμισιάζω
ἡμίσικλον
ἡμίσκουτον
View word page
ἡμισάλευτος
half-shaken
ShortDef
half-shaken
Debugging
Headword:
ἡμισάλευτος
Headword (normalized):
ἡμισάλευτος
Headword (normalized/stripped):
ημισαλευτος
IDX:
40002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40003
Key:
Data
{'content': 'half-shaken'}